Στόχος: Επιστροφή της Πατρώας Ελληνικής Παράδοσης

Ω ξειν, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.

ΘΕΟΓΟΝΙΑ


ΗΣΙΟΔΟΣ ΘΕΟΓΟΝΙΑ


Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις
Ελικωνιάδες που κατέχουν τον Ελικώνα, το
ιερό και μεγαλόπρεπο βουνό και χορεύουν με τ’απαλά τους πόδια, γυρ’ από την κρήνη με
τους μενεξέδες και τον βωμό του μεγαλοδύναμου γυιού του Κρόνου, και σαν λούσουν τα
τρυφερά κορμιά τους στον Περμησσό ή στην Ιπποκρ
ήνη ή στον σεβαστό
Ολμειό, στην πιο ψηλή κορφή του Ελικώνα, στήνουν χορούς μαγευτικούς, βάζοντας
δύναμη στα πόδια τους. Κι από κει ξεπηδούν μεσ’ τη νύχτα, τυλιγμένες σε πυκνή ομίχλη
και πηγαίνουν υμνώντας με
πανέμορφη φωνή τον Δία τον Αιγίοχο, την Αργεία
την Ήρα τη
σεβαστή, τη χρυσοπέδιλη, και την κόρη του Αιγίοχου Δία, τη γλαυκομάτα Αθηνά, τον
Φοίβο Απόλλωνα και την τοξεύτρα Άρτεμη, τον αφέντη της γης, τον κοσμοσείστη
Ποσειδώνα και τη σεμνή Θέμιδα, την παιχνιδοβλέφαρη Αφροδίτη και τη
χρυσοστεφανωμένη Ήβη,
την όμορφη Διώνη και τη Λητώ, τον Ιαπετό και τον δόλιο
Κρόνο, την Ηώ και τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και τη Γαία, τον Ωκεανό τον μέγα
και τη μαύρη Νύχτα και την ιερή γενιά των αιώνιων άλλων αθανάτων. Αυτές δίδαξαν
κάποτε στον Ησίοδο ένα όμορφο τραγούδ
ι, καθώς έβοσκε τ’ αρνιά του κάτω απ’ τον ιερό
Ελικώνα. Κι αυτά τα λόγια πρώτα μου αφηγήθηκαν οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι κόρες του
Δία του Αιγίοχου: «πως εμείς οι αγριοβοσκοί, οι ξεδιάντροποι, που είμαστε μόνο κοιλιές,
ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε που μοιά
ζουν με αλήθειες, αλλά ξέρουμε, αν το θέλουμε
να λέμε και την αλήθεια». Έτσι μίλησαν οι κόρες του μεγάλου Δία με λόγια καθαρά και
κόβοντας ένα κλαρί δάφνης, γεμάτο βλαστούς, μου τόδωσαν σκήπτρο. Και μου
ενέπνευσαν τραγούδι θεσπέσιο για να τραγουδώ τα μελλο
ύμενα και τα περασμένα και με
πρόσταξαν να υμνώ την αιώνια γενιά των μακαρίων, πρώτα όμως ν’ αρχίζω και να
τελειώνω το τραγούδι μου μ’ αυτές. Αλλά γιατί μιλάμε για πράγματα που δεν είναι
Τόσο
σημαντικά; Έλα, ας αρχίσουμε απ’ τις Μούσες που τέρπουν με τους
ύμνους τους τη
μεγάλη ψυχή
του πατέρα Δία πάνω στον Όλυμπο, τραγουδώντας τα τωρινά, τα περασμένα
και τα μελλούμενα με φωνή ποιητική, απ’ αυτές που ρέει απ’ το γλυκό τους στόμα
τραγούδι χωρίς ποτέ να κουράζονται. Και χαίρονται τα δώματα του πατέρα Δία του
βροντερού, όταν γεμίζουν με λουλουδένια φωνή των θεαινών. Κι αντιλαλεί ο χιονισμένος
Όλυμπος και τα δώματα των αθανάτων θεών πρώτα, αυτούς που η Γη κι ο μεγάλος
Ουρανός γέννησαν κι εκείνους που
γέννησαν τους θεούς τους δωρητές μας. Κατόπιν οι
θεές αρχίζουν
και τελειώνουν το τραγούδι υμνώντας τον Δία τον πατέρα θεών και αν
-
θρώπων, για την ανωτερότητα του ανάμεσα στους θεούς και την μεγαλοσύνη του. Μετά
υμνώντας το γένος των ανθρώπων
και των ισχυρών Γιγάντων τέρπουν τη ψυχή του Δία
πάνω στον Όλυμπο, οι Μούσ
ες οι Ολύμπιες, οι θυγατέρες του Δία του Αιγιόχου. Τις
γέννησε η Μνημοσύνη η κυρά της Ελευθήρος αφού έσμιξε με τον γυιό του Κρόνου στις
ακροκορφές τις Πιερίας, για να λησμονούμε τις στενοχώριες μας και να διώχνουν τις
έγνοιες. Εννιά νύχτες έσμιγε μαζί τους
ο σοφός Δίας ανεβαίνοντας στο ιερό κρεβάτι κρυφά
απ’ τους αθάνατους. Μα όταν γύρισε ο χρόνος και κύλισαν οι ώρες και τα φεγγάρια
μίκραιναν κι οι μέρες έρχονταν και φεύγαν, του γέννησε εννιά κόρες που είχαν τα ίδια
ψυχικά χαρίσματα, που άλλη φροντίδα εκτός
το τραγούδι δεν είχαν στην καρδιά τους,
ούτε καμμιά έγνοια στη ψυχή και που κατοικούσαν στην πιο ψηλή κορφή του χιονισμένου
Ολύμπου. Εκεί, στα ωραία παλάτια γίνονται λαμπροί χοροί και δίπλα
κατοικούν οι Χάριτες
κι ο Ίμερος, μέσα στη χαρά. Κι εκτοξεύοντας
απ’ το στόμα τους φωνή μαγευτική,
τραγουδούν τους νόμους των πάντων, και των αθανάτων τα ιερά ήθη διαλαλούν,
εκτοξεύοντας τη μαγευτική φωνή τους. Και τότε κινήσαν για τον Όλυμπο και
χαιρόντουσαν την όμορφη φωνή τους με το θαυμάσιο τραγούδι, και τριγύρω αντ
ιλαλούσε
απ’ τους ύμνους η μαύρη γη και μαγευτικοί ήχοι έβγαιναν απ’ το περπάτημά τους, καθώς
τραβούσαν για τον πατέρα τους που βασιλεύει στον ουρανό, που αυτός μονάχος του
κατέχει τη βροντή και τον φλογερό κεραυνό, που με τη δύναμη του νίκησε τον πατέρα
τ
ου τον Κρόνο και που με σοφία τακτοποίησε τα των αθανάτων κι έδωσε αξιώματα. Αυτά
λοιπόν τραγουδούσαν οι Μούσες που μένουν στα Ολύμπια παλάτια, οι εννέα θυγατέρες
του μεγάλου Δία, η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη, η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η
Πολύμνοια
, η Ουρανία κι η Καλλιόπη, αυτή που ξεχωρίζει απ’ όλες. Αυτή που
συναναστρέφεται με βασιλιάδες. Κι όποιον απ’ τους βασιλιάδες που έχει ορίσει ο Δίας τον
τιμήσουν οι μεγάλες θυγατέρες του και δουν τη γέννησή του με καλό μάτι, γλυκειά δροσιά
του στάζουν στη
γλώσσα και βγαίνουν απ’ το στόμα του λόγια γλυκά. Κι όλος ο λαός έχει
τα μάτια επάνω του καθώς δικάζει με δίκαιες αποφάσεις και καθώς αγορεύει με
λόγια
σίγουρα, σταματά αμέσως τις μεγάλες φιλονικίες με μαστοριά. Διότι έτσι πρέπει να είναι οι
σώφρονες βασιλ
ιάδες. Αυτούς που αδικούνται εύκολα να τους ικανοποιούν στις
συνεδριάσεις και να τους πείθουν με λόγια απαλά. Κι όταν βαδίζει στη συνεδρίαση τον
τιμούν σαν θεό για το μειλίχιο ύφος του και λάμπει ανάμεσα στους συναθροισμένους. Κι
αυτό είναι το ιερό δώρο τω
ν Μουσών στους ανθρώπους. Διότι χάρη στις Μούσες και τον
Απόλλωνα που πετά το τόξο μακρυά, υπάρχουν στη γη τραγουδιστές και κιθαριστές και
χάρη στον Δία βασιλιάδες. Κι αυτός που του δείχνουν ευμένεια οι Μούσες είναι
ευτυχισμένος και γλυκειά τρέχει η φωνή α
π’ το στόμα του. Γιατί αν κάποιος έχει πένθος
και πρόσφατη πληγή στα στήθεια, η καρδιά του μαραίνε
-
ται απ’ τους στεναγμούς, όταν
όμως ο τραγουδιστής που υπηρετεί τις Μούσες υμνήσει τις δόξες των πρώτων ανθρώπων
και τους μακάριους θεούς που κατέχουν τον Όλ
υμπο, αμέσως λησμονά τον καϋμό του και
δεν θυμάται καμμιά έγνοια. Έτσι γρήγορα τις σκορπούν (τις έγνοιες) τα δώρα των
θεαινών.
Χαίρετε τέκνα του Δία και δώστε το μαγευτικό τραγούδι. Δοξάστε την ιερή γενιά των
αιώνιων αθανάτων που γεννήθηκαν απ’ τη Γη και
τον γεμάτο αστέρια Ουρανό και τη
Νύχτα τη σκοτεινή, κι αυτούς που έτρεφε ο Πόντος ο αλμυρός. Και πείτε πως πρώτα
γεννήθηκαν οι θεοί κι η Γη κι οι ποταμοί και ο απέραντος Πόντος με τα μανιασμένα κύματα
και τ’ αστέρια τα λαμπρά, κι ο Ουρανός ψηλά ο πλατύς κι
αυτούς που γεννήθηκαν απ’
τους θεούς, τους δωρητές των αγαθών, και πως μοιράστηκαν τα πλούτη και χώρισαν τ’
αξιώματα και πως ακόμη κατάκτησαν τον Όλυμπο με τις πολλές χαράδρες. Αυτά να μου
αφηγηθείτε Μούσες που έχετε τ’ ανάκτορα του Ολύμπου, απ’ την αρχή
και λέγοντας μου
ποιό έγινε πρώτα απ’ αυτά. Στην αρχή γεννήθηκε το Χάος, κι έπειτα η πλατύστηθη Γαία
παντοτινός και ασφαλής τόπος των αθανάτων που εξουσιάζουν τις χιονισμένες κορφές του
Ολύμπου και τα σκοτεινά Τάρταρα στα βάθη της γης με τους πλατείς δρόμο
υς. Μετά ο
Έρως που είναι ο ωραιότερος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, που λύνει τα μέλη όλων
των θεών και των ανθρώπων και δαμάζει στα στήθεια την καρδιά και τον νου. Από το
Χάος ακόμη δημιουργήθηκαν το Έρεβος κι η μαύρη νύχτα. Κι απ’ τη Νύχτα γεννήθηκε ο
Αιθέρας κι η Ημέρα, που τα γέννησε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος. Η Γη πρώτα
γέννησε τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, ίσο με αυτήν να την καλύπτει από παντού και να
είναι για πάντα ασφαλής τόπος για τους μακάριους θεούς. Και γέννησε τα ψηλά Όρη,
χαριτωμένους τό
πους των Νυμφών, των θεαινών που κατοικούν στα δασωμένα βουνά. Κι
αυτή γέννησε και τον Πόντο, το ατέλειωτο πέλαγος, με τα μανιασμένα κύματα, χωρίς
ερωτικό σμίξιμο. Έπειτα αφού πλάγιασε με τον Ουρανό, γέννησε τον βαθύ Ωκεανό, τον
Κοίο, τον Κριό, τον Υπερίων
α, τον Ιαπετό, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη
χρυσοστεφανωμένη Φοίβη, και τη χαριτωμένη Τηθύα. Μετά απ’ αυτούς γεννήθηκε ο
δόλιος Κρόνος, ο φοβερώτερος απ’ όλους τους γυιούς, που μίσησε τον θαλερό γονιό του.
Και γέννησε μετά τους Κύκλωπες με
την ατρόμητη καρδιά, τον Βρόντη, τον Στερόπη και
τον ορμητικό Άργη, οι οποίοι έδωσαν στον Δία τη βροντή και έφτειαξαν τον κεραυνό. Κι
ήσαν όμοιοι σ’όλα με τους θεούς, μόνο που είχαν ένα μάτι στη μέση του μετώπου τους. Κι
ήταν γνωστοί με τ’ όνομα Κύκλωπες γ
ιατ’ είχαν στο μέτωπό τους το στρογγυλό μάτι. Ήταν
ισχυροί κι ορμητικοί και επινοητικοί στα έργα που έκαναν και τους είχαν μεγαλώσει και
μάθει να μιλούν οι θεοί. Μετά γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό, άλλοι τρεις γυοί
μεγάλοι και φοβεροί
καλύτερα μη
τους βάζεις στο στόμα σου
-
, ο Κόττος, ο Βριάρεως και
ο Γύης παιδιά υπερήφανα. Απ’ τους ώμους τους σάλευαν εκατό χέρια που δεν μπορούσες
να τα ζυγώσεις και για τον καθένα πενήντα κεφάλια φύτρωναν απ ́τους ώμους πάνω στα
στιβαρά τους μέλη. Κι είχαν ισχύ ακατα
νίκητη και φοβερή όσο το ανάστημά τους. Τους
φοβερώτερους γυιούς, απ’ όσους γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό, τους
εχθρευόταν απ’ την αρχή ο πατέρας τους και μόλις γεννιόταν ο καθένας τον έκρυβε στα
έγκατα της Γης και δεν τους άφηνε ν’ ανέβουν στο φως
. Και χαιρόταν με το κακό του έργο
ο Ουρανός. Αλλά η πελώρια Γη βαρυγγομούσε από μέσα της και σκέφτηκε ένα δόλιο και
κακό τέχνασμα. Αμέσως γέννησε το γκρίζο ατσάλι κι έφτιαξε ένα μεγάλο δρεπάνι κι
εξήγησε στους αγαπημένους της γυιούς τι να κάνουν. Και δίνο
ντας τους θάρρος και με
πόνο στην καρδιά τους είπε: «Παιδιά δικά μου που έχετε πατέρα κακούργο, αν θέλετε να
μ’ακούσετε, μπο
-
ρούμε να τιμωρήσουμε την αδικία του πατέρα σας μιας κι αυτός άρχισε
πρώτος τις άτιμες πράξεις».
Έτσι μίλησε κι όλους τους έπιασε
δέος και κανένας δεν μιλούσε. Τότε πήρε θάρρος ο
πανούργος Κρόνος και μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του: «Μητέρα σου
υπόσχομαι πως εγώ θα εκτελέσω αυτή την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο
πατέρα μας. Αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμ
ες πράξεις». Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα
της η πελώρια Γαία. Τον έβαλε να καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι το δρεπάνι με τα
κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο σχέδιο. Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας
Ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασ
ε τη Γαία με πόθο ερωτικό. Κι απ’ την κρυψώνα
του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί έπιασε το πελώριο δρεπάνι με
τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία του πατέρα του και τα πέταξε πίσω
του. Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του
μάταια, γιατί όσες στάλες απ’ το αίμα του έπεσαν,
τις μάζεψε η Γαία και με το πέρασμα του χρόνου γεννήθηκαν οι κρατερές Ερινύες, οι
μεγάλοι Γίγαντες οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους μακρυά κοντάρια κι
οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στη
ν απέραντη Γη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία
με το δρεπάνι τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν
στο πέλαγος για πολύ χρόνο. Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί
μέσα αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή
πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην
Κύπρο που βρέχεται από παντού. Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα
πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη (αφρογεννημένη θεά και
ομορφοστεφάνωτη κόρη) την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί με
γάλωσε μέσα στον
αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα (και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην
Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.) Μόλις γεννήθηκε
τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στου
ς άλλους
θεούς. Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ ́την αρχή, να έχει ανάμεσα στους
αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και
τη γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα. Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο
μεγά
λος Ουρανός, οργισμένος τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε, γιατί
έλεγε πως τεντώνοντας την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη
ξεπληρώσουν. Κι η Νύχτα γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και τον Θάνατο και
γέννησε τον Ύπνο και
τη γενιά των Ονείρων (και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με
κανέναν η μαύρη Νύχτα). Μετά πάλι τον Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και τις Εσπερίδες
που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό τα χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν.
Και γέννησε τις Μοίρες και τι
ς Κήρες, ανελέητες τιμωρούς (την Κλωθώ, την Λάχεσι και την
Άτροπο που δίνουν το καλό και το κακό στους θνητούς όταν γεννιούνται), που κυνηγούν
τα παραπτώματα θεών κι ανθρώπων και δεν σταματούν ποτέ οι θεές την τρομερή οργή
τους πριν να ξεπληρωσει το χρέος
του όποιος έχει αμαρτήσει. Και γέννησε τη Νέμεση,
συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους η ολέθρια Νύχτα, και μετά την Απάτη και τη
Φιλότητα, το καταραμένο Γήρας και την ακατάβλητη Έριδα. Μετά η μισητή Έρις γέννησε
τον βασανιστή Πόνο, τη Λήθη, την Πείνα και τι
ς Οδύνες που φέρνουν δάκρυα, τις
Συμπλοκές, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Ανδροσκοτωμούς, τις Φιλονικίες, τις
Ψευδολογίες, τις Διαφωνίες, την Κακονομία, την Άτη που πάνε συνήθως μαζί, και τον
Όρκο που τυρρανά τους πιο πολλούς ανθρώπους στη γη, όταν με τη θέ
λησή τους γίνονται
επίορκοι.
Και γέννησε ο Πόντος τον Νηρέα που ποτέ δεν λέει ψέμματα αλλά πάντα την αλήθεια, τον
πρωτότοκο απ’ τους γυιούς του. Τον αποκαλούν και Γέροντα γιατί είναι ήπιος και
ειλικρινής. Δεν ξεχνά τη νομιμότητα και πάντα δίκαια και αγαθά
στοχάζεται. Επίσης
σμίγοντας με τη Γαία, γέννησε και τον μεγάλο Θαύμαντα, τον γενναίο Φόρκυ, την
ομορφομάγουλη Κητώ και την Ευρυβία που έχει στα στήθεια της ατσάλινη ψυχή. Κι απ’
τον Νηρέα και
την ομορφομάλλα Δωρίδα, την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεαν
ού,
γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο, η Πλωτώ, η Ευκράντη,
η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η Σπειώ, η Θόη,
η εράσμια Αλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ, η ροδοχέρα Ευνίκη, η χαριτωμένη Μελίτη, η
Ευλιμ
ένη, η Αγαυή,. η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η
Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια, η εράσμια Ιπποθόη, η
ροδοχέρα
Ιππονόη, η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το φύσημα του
μανιασμένου αέρα μαλακ
ώνει μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη με τους
όμορφους αστραγάλους, η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη, η
χαμογελαστή Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια, η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια, η
Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα, (η Ευάρνη με το ωραίο
παράστημα και την
αψεγάδιαστη μορφή), η Ψαμάθη με το χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη, η Νησώ, η
Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και η Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα
της. Αυτές απ ́τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν, πενήντα κόρες με γνώσεις για άξι
α έργα. Ο
Θαύμας πήρε την Ηλέκτρα, τη θυγατέρα του Ωκεανού με τα βαθειά ρέματα, κι αυτή
γέννησε την γοργοπόδαρη Ίριδα, τις ομοργόμαλλες Άρπυιες, την Αελλώ και την Ωκυπέτη,
που με τα γρήγορα φτερά τους τρέχουν όσο το φύσημα του ανέμου και το πέταμα των
πουλ
ιών, γιατί μαζί με το χρόνο τρέχουν. Και η Κητώ, γέννησε με τον Φόρκυ τις
ομορφομάγουλες Γραίες, γκριζομάλλες απ ́ τη γέννησή τους. Και τις αποκαλούν Γραίες οι
αθάνατοι θεοί και οι άνθρωποι εδώ κάτω, την Πεμφρηδώ με τα ωραία πέπλα και την Ενυώ
με τα βαθυκίτ
ρινα πέπλα, και τις Γοργόνες που κατοικούν πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό
στα έσχατα της Νύχτας όπου βρίσκονται και οι Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, τη Σθενώ,
την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε πολλά δεινά. Γιατί αυτή ήταν θνητή ενώ οι άλλες
δύο αθάνατες
κι αγέραστες. Και μ’ αυτήν πλάγιασε ο Ποσειδώνας ο Κυανοχαίτης σε
μαλακό λιβάδι μέσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια. Όταν ο Περσεύς της έκοψε το κεφάλι
ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος ο ίππος. Κι αυτός πήρε το όνομα αυτό επειδή
γεννήθηκε κοντά στις πηγές τ
ου Ωκεανού, ενώ ο άλλος επειδή κρατούσε χρυσό σπαθί στα
λατρεμένα χέρια του. Και πέταξε αυτός αφήνοντας τη γη που τρέφει τα πρόβατα και πήγε
στους αθάνατους. Και κατοικεί στο ανάκτορο του Δία και φέρνει την αστραπή και τη
βροντή στον σοφό Δία. Και ο Χρυσάω
ρ γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη σμίγοντας με την
Καλλιρόη την κόρη του ξακουστού Ωκεανού. Κι αυτόν τον θανάτωσε ο ισχυρός Ηρακλής
κοντά στις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που βρέχεται από παντού, τη μέρα που
οδήγησε τις πλατυμέτωπες αγελάδες στην ιερή
Τίρυνθα αφού πέρασε το ρέμα του
Ωκεανού και σκότωσε τον
Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα, στην κατασκότεινη μάντρα
πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό. Κι αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο
Και τότε στάθηκαν αντίκρυ στους Τιτάνες μέσα στη σκληρή μάχη, κρατώντας στα στιβαρά
χέρια τους τεράστιους βράχους. Κι απ’ την άλλη, οι Τιτάνες πύκνωναν τις φάλλαγες τους
γοργά κι έδειχναν και οι δυο πλευρές το μπορούσαν να
κάνουν με την ισχύ των χεριών
τους. Και βούιζε φοβερά τριγύρω ο απέραντος Πόντος, η γη σείστηκε δυνατά, κι ο αχανής
Ουρανός αναστέναξε σαλεύοντας. Απ’ την ορμή των αθανάτων, ο ψηλός Όλυμπος σειόταν
απ’ τις ρίζες, και βαρύς σεισμός έφτανε μέχρι τον ομιχλώδη
Τάρταρο, απ ́το τρομερό
ποδοβολητό κι απ’ τον απερίγραπτο κρότο που έκαναν οι φοβερές βολές που έριχναν. Κι
έριχναν πικραμένοι βολές ο ένας στον άλλον, κι οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι τον
γεμάτο αστέρια ουρανό, καθώς κραύγαζαν. Ώσπου συγκρούστηκαν αλαλάζ
οντας τρομερά.
Κι ο Δίας τότε, δεν μπορούσε να κρατήσει πια το μένος του, η ψυχή του πλημμύρισε μ’
ορμή, κι έδειξε σ’ όλους την παντοδυναμία του. Κατέβαινε απ ́τον Ουρανό κι απ’ τον
Όλυμπο, ρίχνοντας ακατάπαυστα αστραπές, κι απ ́ το στιβαρό χέρι του έπεφταν
συνέχεια
οι κεραυνοί μαζί με βροντές και αστραπές, στροβιλίζοντας τη ιερή φλόγα. Και γύρω η
ζωοδότρα γη, βογγούσε καθώς καιγόταν και τα μεγάλα δάση έτριζαν ζωσμένα απ ́τη
φωτιά. Έβραζε η γη ολόκληρη και τα ρέματα του Ωκεανού κι η ακένωτη θάλασσα. Και
καυτή
πνοή τύλιγε τους χθόνιους Τιτάνες κι η φλόγα ανέβαινε μέχρι τον θείο αιθέρα, κι
όσο δυνατοί κι αν ήταν τους τύφλωνε η κατάλευκη λάμψη του κεραυνού και της
αστραπής. Και ζέστη πρωτόφαντη χύθηκε μέσα στο Χάος. Κι αυτό που έβλεπαν τα μάτια
και άκουγαν τ’ αυτι
ά, ήταν σαν να έσμιγαν από πάνω η Γαία και ο πλατύς Ουρανός.
Τέτοιος θα ήταν ο θόρυβος αν αυτή συντριβόταν κι αυτός έπεφτε από ψηλά. Τόσος ήταν ο
κρότος καθώς συγκρούονταν οι θεοί. Και οι άνεμοι, παίρνοντας μέρος βουίζοντας, έσμιγαν
το χώμα, τη σκόνη, τη β
ροντή, την αστραπή και τον φλογερό κεραυνό, και τα βέλη του
μεγάλου Δία, και φέρναν τις ιαχές και τις πολεμικές κραυγές ανάμεσα τους. Και το
τρομερό βουητό της μάχης σηκώθηκε απ’ τη μεγάλη σύγκρουση, κι ήταν ξεκάθαρη η
δύναμη αυτών που γινόταν. Κι έγειρε η
μάχη ενώ μέχρι αυτήν την ώρα, μένοντας στην
ίδια θέση, χτυπιόταν σε φοβερές συγκρούσεις. Ανάμεσα στους πρώτους, ξεσήκωσαν άγρια
μάχη ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύης, αχόρταγος για πόλεμο, οι οποίοι έρριξαν
τρακόσιους βράχους, τον ένα πισ’ απ’ τον άλλον, μ
ε τα στιβαρά χέρια τους. Και με τις
βολές τους σκέπασαν τους Τιτάνες και τους ξαπόστειλαν κάτω απ’ τη πλατειά γη και τους
έδεσαν τα χέρια με πικρά δεσμά, όταν τους νίκησαν, κι ας είχαν
γενναία ψυχή. Τόσο
βαθειά μέσα στη γη όσο απέχει ο ουρανός απ ́τη γη (γ
ιατί τόσο είναι απ’ τη γη μέχρι τον
σκοτεινιασμένο Τάρταρο). Εννιά νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας απ’ τον
ουρανό, φτάνει στη γη τη δεκάτη. Κι εννιά πάλι νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι
πέφτοντας απ ́τη γη τη δεκάτη θα φθάσει στο Τάρταρο.
Τριγύρω τον περιζώνει χάλκινος
φραγμός και γύρω απ ́τον λαιμό του χύνεται η νύχτα με τρεις σειρές από σκοτάδι. Κι από
πάνω φυτρώνουν οι ρίζες της γης και της ακένωτης θάλασσας. Εκεί ‘ναι καταχωνιασμένοι
οι Τιτάνες οι θεοί, κάτω απ ́τον ομιχλώδη ζόφο, απ ́τη θ
έληση του Δία που μαζεύει τα
νέφη, (σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης). Να βγουν είναι αδύνατο,
γιατί ο Ποσειδώνας τοποθέτησε χάλκινες πύλες και τείχος το περιτριγυρίζει από παντού.
Εκεί κατοικούν ο Γύης, ο Κόττος και ο γενναιόψυχος Βριάρεω
ς, φύλακες πιστοί του Δία
που κρατά την ασπίδα.
Εκεί στη σειρά, της μαύρης γης και του κατασκότεινου Τάρταρου και του ατέλειωτου
Πόντου και του ουρανού που είναι γεμάτος αστέρια, βρίσκεται η αρχή και το τέλος, τόποι
μουχλιασμένοι που τους αποφεύγουν ακόμη
κι οι θεοί, χάσμα μεγάλο, που αν κάποιος
περάσει απ’ τις πύλες του, δεν θάφτανε στον πυθμένα του ούτε σ’ ένα χρόνο. Αλλά θα τον
πήγαινε από δω κι από κει φοβερή θύελλα πάνω στη θύελλα. Αυτό το φαινόμενο είναι
φοβερό ακόμα και για τους αθανάτους. Εκεί βρίσκ
εται ο οίκος της σκοτεινής Νύχτας
ζωσμένος απ’ τα μαύρα σύννεφα. Μπροστά της, ο γυιός του Ιαπετού, σηκώνει με το
κεφάλι, και τ’ ακούραστα χέρια του τον πλατύ ουρανό, χωρίς να λυγίζει. Εκεί η Νύχτα και
η Ημέρα συναντιούνται και αλληλοχαιρετιούνται, περνώντα
ς το χάλκινο σκαλοπάτι. Η μια
κάτω απ ́τα φρύδια έβγαινε φλογερή φωτιά, (κι απ’ όλα τα κεφάλια καθώς κοίταζε
καιγόταν φωτιά). Κι έβγαιναν απ’ όλα τα τρομερά κεφάλια φωνές κάθε είδους, αφήνοντας
απερίγραπτο βουητό. Γιατί άλλοτε μιλούσε έτσι που να καταλ
αβαίνουν οι θεοί, κι άλλοτε
με φωνή αγέρωχη σαν βρυχηθμό περήφανου ταύρου που τίποτα δεν σταματά την ορμή
του. Άλλοτε σαν σκληρόκαρδο λιοντάρι, άλλοτε σαν σκυλάκια, θαύμα να τ ́ακούς, κι
άλλοτε πάλι σφύριζε κι αντηχούσαν τα μακρυά βουνά. Κι εκείνη τη μέρα θ
α συνέβαινε ένα
γεγονός ανεπανόρθωτο, θα γινόταν δηλαδή αυτός βασιλιάς σε θνητούς κι αθανάτους, αν
δεν τον αντιλαμβανόταν ο οξυδερκής πατέρας θεών και ανθρώπων. Και βρόντησε σκληρά
και δυνατά, κι αντήχησε τρομακτικά τριγύρω η Γη, και ο πλατύς Ουρανός από ψ
ηλά, και ο
Πόντος και τα ρέματα του Ωκεανού και τα Τάρταρα τη γης.
Και κάτω απ’ τ’ αθάνατα πόδια του άρχοντα που σηκωνόταν, τραντάζόταν ο μέγας
Όλυμπος και στέναζε η γη. Κι απ ́τους δυό φοβερή ζέστη κυρίεψε τον σκοτεινό πόντο, απ’
τη βροντή και την αστραπή
, κι απ’ τη φωτιά που έβγαινε απ’ το πελώριο τέρας
(μανιασμένοι άνεμοι και φλογερός κε
-
ραυνός), και κόχλαζε ολ’ η γη, ο ουρανός κι η
θάλασσα. Κι από παντού μαίνονταν πελώρια κύμα
-
τα στις ακτές, απ’ την ορμή των
αθανάτων, κι ένας σεισμός ατέλειωτος σηκώθη
κε. Έτρεμε ο Άδης που είναι άρχοντας
στους νεκρούς του κάτω κόσμου,
και οι Τιτάνες μέσα στον Τάρταρο, που βρίσκονται
γύρω απ’ τον Κρόνο (απ’ το ατέλειωτο βουητό και τον φοβερό αγώνα). Ο Ζεύς, όταν
κορυφώθηκε η ορμή του, και πήρε τα όπλα, τη βροντή, την ασ
τραπή και τον καπνογόνο
κεραυνό, τον χτύπησε πηδώντας απ’ τον Όλυμπο κι έκαψε ένα γύρω όλα τα απερίγραπτα
κεφάλια του φοβερού τέρατος. Κι όταν τον δάμασε απ’ τα χτυπήματα, έπεσε
κομματιασμένος κι αναστέναξε η πελώρια γη. Κι απ’ αυτόν τον κεραυνωμένο άρχοντ
α,
ξεπήδησε φλόγα, μέσα στα σκοτεινά και βραχώδη φαράγγια του βουνού όπου είχε
πληγωθεί. Και σε μεγάλη έκταση καιγόταν η πελώρια γη, μέσα σε απερίγραπτους ατμούς,
κι έλοιωνε σαν κασσίτερος ζεσταμένος από ικανούς τεχνίτες σε καλοτρυπημένες χοάνες, ή
σαν σίδ
ερο που είναι το πιο στέρεο, και που μέσα στα φαράγγια του βουνού, δαμασμένο
απ’ τη φλογερή φωτιά, λοιώνει στο θεϊκό χώμα, απ’ την τέχνη του ́Ηφαιστου. Έτσι
έλοιωνε κι η γη απ’ τη λάμψη της φλογερής φωτιάς. Και τον έριξε (ο Δίας) με ψυχή
θυμωμένη μέσα στον
απέραντο Τάρταρο. Απ’ αυτόν, τον Τυφώνα, βγαίνει η υγρή ορμή
των ανεμών όταν φυσούν, εκτός απ’ τον Νοτιά, τον Βοριά και τον Ζέφυρο που φέρνει
ξαστεριά, γιατί αυτοί έχουν γεννηθεί απ’ τους θεούς, καλό μεγάλο για τους θνητούς. Οι
άλλοι άστατα φυσούν μεσ’ τη
θάλασσα. Είναι αυτοί που ρίχνονται μέσα στον ομιχλώδη
πόντο, κακό μεγάλο για τους θνητούς, και μαίνονται σ’ άγρια θύελλα. Και φυσούν εδώ κι
εκεί σκορπίζοντας τα καράβια και πνίγοντας τους ναυτικούς. Και σ’ αυτό το κακό δεν
βοηθά η παλληκαριά των ανδρών, α
ν τους συναντήσουν (τους ανέμους) στην ανοιχτή
θάλασσα. Άλλοι άνεμοι πάλι πάνω στην ανθόσπαρτη και άπειρη γη, καταστρέφουν τα
ωραία έργα των ανθρώπων που γεννήθηκαν χαμηλά, γεμίζοντας τα με σκόνη κι οδυνηρή
βουή. Όταν λοιπόν οι μακάριοι θεοί κανόνισαν με τ
η βία τις διαφορές τους για τα
αξιώματα με τους Τιτάνες, τότε παρώτρυναν τον πανεπόπτη Δία τον Ολύμπιο, να βασιλεύει
και να άρχει με τις συμβουλές της Γης, μέσα στους αθάνατους. Κι ο Ζευς, ο βασιλιάς των
θεών, πρώτη γυναίκα του πήρε τη Μήτιδα που γνώριζε π
ερισσότερα απ’ τους θεούς και
τους θνητούς ανθρώπους. Όταν όμως ήταν να γεννήσει τη γλαυκομάτα θεά Αθηνά, τότε
εξαπατώντας την λαρδιά της με δόλο και γλυκόλογα, την έρριξε στην κοιλιά του, κατά
πως τον συμβούλεψε η Γη και ο γεμάτος αστέρια Ουρανός. Και τον
συμβούλεψαν έτσι για
να μη πάρει άλλος απ’ τους αιώνιους θεούς το βασιλικό αξίωμα. Γιατ’ ήταν πεπρωμένο να
γεννήσει παιδιά γεμάτα φρόνηση. Πρώτη τη γλαυκομάτα κόρη την Τριτογένεια, ορμητική
και με σοφή σκέψη, όσο κι ο πατέρας της. Έπειτα έμελλε να γεννήσε
ι έναν γυιό, με
ακατανίκητη ψυχή, που θα γινόταν βασιλιάς θεών κι ανθρώπων. Αλλά πρόλαβε ο Ζευς και
την έρριξε μέσα στην κοιλιά του, για να του λέει η θεά τα καλά και τα κακά που τον
περιμένουν. Δεύτερη (γυναίκα) πήρε τη λαμπρή Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες,
την
Ευνομία, τη Δίκη και την ανθοστολισμένη Ειρήνη, που ρυθμίζουν τα έργα των θνητών
ανθρώπων, και τις Μοίρες, που τους
έδωσε ο σοφός Δίας τη μεγαλύτερη τιμή, την
Κλωθώ, τη Λάχεσι και την Άτροπο, που δίνουν στους θνητούς ανθρώπους και τα καλά και
τα κακά
.
Και η Ευρυνόμη η θυγατέρα του Ωκεανού, με το ποθητό παρουσιαστικό, του γέννησε τις
τρεις ομορφομάγουλες Χάριτες, την Αγλαϊα, την Ευφρο
-
σύνη και την αξιαγάπητη Θάλεια
(απ ́τα βλέφαρά τους καθώς κοιτούσαν, έσταζε ο έρωτας που παραλύει τα μέλη, τόσο
όμορφο
είναι το βλέμμα τους κάτω απ ́τα φρύδια τους). Έπειτα ήλθε στο κρεβάτι της
πολυθρέφτρας Δήμητρας που γέννησε τη λευκοχέρα Περσεφόνη, την οποία άρπαξε απ ́τη
μάνα της ο Αϊδωνέας αφού συμφώνησε να την πάρει ο σοφός Ζευς. Μετά αγάπησε την
ομορφομάλλα Μνημοσύνη,
απ’ την οποία γεννήθηκαν οι εννιά χρυσοστεφανωμέ
-
νες
Μούσες, που τους αρέσουν οι γιορτές και η χαρά του τραγουςδιού. Η Λητώ, σμίγοντας
ερωτικά με τον Δία που κρατά την ασπίδα, γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη τη
γρήγορη τοξεύτρα, τον πιο γοητευτικό γό
νο απ’ όλους τους Ουρανίωνες. Τελευταία, πήρε
γυναίκα του τη θαλερή Ήρα, που σμίγοντας ερωτικά με τον βασιλιά θεών και ανθρώπων,
γέννησε την Ήβη, τον Άρη και την Ειλειθύια. Κι ακόμη ο ίδιος απ’ το κεφάλι του Γέννησε
τη γλαυκομάτα Τριτογένεια, τη φοβερή, πο
υ ξεσηκώνει μάχες κι οδηγεί στρατούς, την
ακαταπόνητη, τη σεβαστή, που την ευχαριστούν οι κρότοι των πολέμων και των μαχών. Η
Ήρα, χωρίς να ενωθεί ερωτικά με κανέναν, επειδή θύμωσε και μάλωσε με τον άνδρα της,
γέννησε τον ξακουστό Ήφαιστο που ήταν απ’ όλα
τα εγγόνια τ’ Ουρανού ο πιο επιδέξιος.
Απ’ την Αμφιτρίτη και τον βροντερό Κοσμοσείστη (τον Ποσειδώνα), γεννήθηκε ο μεγάλος
και ισχυρότατος Τρίτων, που κατέχει τον πυθμένα της θάλασσας και μαζί με την
αγαπημένη του μητέρα και τον άνακτα πατέρα του κατοικεί
ο δείνος θεός σε χρυσά
ανάκτορα. Μετά με τον Άρη που σπάει τις ασπίδες, γέννησε η Κυθέρεια τους φοβερούς
Φόβο και Δείμο, που κλονίζουν μαζί με τον πορθητή Άρη τις πυκνές φάλαγγες των
ανδρών, στον παγερό πόλεμο, και την Αρμονία που πήρε γυναίκα του ο μεγαλό
καρδος
Κάδμος. Στον Δία η κόρη του Άτλαντα η Μαία, αφού ανέβηκε στο ιερό κρεβάτι, γέννησε
τον περίφημο Ερμή, τον κήρυκα των αθανάτων. Και η Σεμέλη, η θυγατέρα του Κάδμου,
σμίγοντας ερωτικά μαζί του, γέννησε ξακουστό γυιό, τον περιχαρή Διόνυσο, αθάνατος
αυτ
ός από θνητή (μητέρα), τώρα όμως κι οι δυο είναι θεοί. Η Αλκμήνη γέννησε τον
ισχυρό Ηρακλή, σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που μαζεύει τα σύννεφα. Την Αγλαϊα τη
νεώτερη απ’ τις Χάριτες, έκαμε θαλερή γυναίκα του ο ξακουσμένος Κουτσός. Ο
Χρυσομάλλης ο Διόνυσος
τη ξανθή Αριάδνη, τη θυγατέρα του Μίνωα, έκαμε θαλερή
γυναίκα του. Κι αυτήν ο γυιός του Κρόνου την έκανε αθάνατη κι αγέραστη.
Την Ήβη τη θυγατέρα του μεγάλου Δία και της χρυσοπέδιλης Ήρας ο γενναίος γυιός της
ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, ο Ηρακλής, αφού τελ
είωσε τους βαρυστέναχτους άθλους,
την πήρε σεβαστή γυναίκα του, στον χιονισμέννο Όλυμπο, ευτυχισμένος που κατόρθωσε
τόσο μεγάλο έργο και κατοικεί ανάμεσα στους αθάνατους ασφαλής κι αγέραστος για
πάντα. Στον ακούραστο Ήλιο, γέννησε η δοξασμένη Ωκεανίδα Περσ
ηίς, την Κίρκη, και
στον βασιλιά Αιήτη. Και ο Αιήτης, ο γυιός του Ήλιου που φωτίζει τους Ανθρώπους,
παντρεύτηκε με τον θέλημα των θεών, την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού, την
ομορφομάγουλη Ιδυία. Κι αυτή υποταγμένη, γέννησε από έρωτα την ομορφοστρά
γαλη
Μήδεια, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Και τώρα χαίρετε εσείς που κατέχετε τα Ολύμπια
παλάτια, και σεις νησιά και στεριές κι η αλμυρή θάλασσα ανάμεσα σας. Και τώρα, Μούσες
Ολύμπιες γλυκόλαλες κόρες του Αιγίοχου Δία, τραγουδήστε τις θεές που αν και αθά
νατες
πλάγιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς. Η Δήμητρα, η ιερή θεά,
σμίγοντας από γλυκό έρωτα με τον ήρωα Ιάσιο, σε χωράφι τρεις φορές οργωμένο μέσα
στην πλούσια Κρήτη, γέννησε τον καλότυχο Πλούτο, που τριγυρίζει σ’ όλη τη γη και στ
ην
πλατειά θάλασσα, κι όποιον συναντήσει και πέσει στα χέρια του, τον κάνει πλούσιο και του
δίνει πολλά αγαθά.
 
Πηγές κειμένων
:
http://www.theogonia.gr


http://www.hellenicpantheon.gr

Επιμέλεια:Αθανάσιος Γιάννης,Leipzig,Germany, Σεπτέμβριος 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου